Γκάλα

Γκάλα
Φυλή που κατοικεί στα νότια του αιθιοπικού υψιπέδου, προς τη λίμνη Τάνα. Αν και συγγενεύουν με την αιθιοπική φυλή, έχουν αναμειχθεί πολύ με τους γειτονικούς μαύρους πληθυσμούς. Οι Γ. κατείχαν παλαιότερα το ισχυρό βασίλειο του Κιτάρα, αλλά κατά τον 16ο αι. κατακτήθηκαν από τους Αβησσυνούς. Κύρια ασχολία τους είναι η γεωργία. Οι περισσότεροι είναι ανιμιστές ενώ υπάρχουν αρκετοί Μουσουλμάνοι και Κόπτες. Γυναίκα της φυλής Γκάλα της Αιθιοπίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σομαλοί — Πληθυσμοί της Αν. Αφρικής, εγκατεστημένοι σε μια μεγάλη περιοχή του αιθιοπικού οροπέδιου. Άραβες γεωγράφοι πιστοποιούν την παρουσία Σ. νομάδων, με τις καμήλες τους και τα γίδια τους, στις όχθες του κόλπου του Άντεν κατά το Μεσαίωνα, γύρω στο 15o… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ντανάκιλ — Πληθυσμός της ανατολικής Αφρικής ο οποίος αποτελεί την εθνική πλειονότητα του γαλλικού υπερπόντιου εδάφους, που ήταν γνωστό παλαιότερα ως Γαλλική Σομαλία και σήμερα ως Γαλλικό Έδαφος των Αφάρ και των Ισά Αφάρ (που σημαίνει οι ελεύθεροι), είναι… …   Dictionary of Greek

  • ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • σουαρέ — το, και σουαρές, ο, Ν 1. βραδινή φιλική συγκέντρωση, εσπερίδα 2. φρ. «σουαρέ ντε γκαλά» μεγάλη χοροεσπερίδα, δεξίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soiree «βραδιά, δεξίωση» (< γαλλ. soir «βράδυ» < λατ. sero «αργά»)] …   Dictionary of Greek

  • ψηφιδωτό — Διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής με πολύχρωμες κατεργασμένες μικρές ψηφίδες από πέτρα, τερακότα ή γυαλί, που συγκολλούνται στερεά σε ένα στρώμα κονιάματος. Για την τεχνική των αρχαίων ψ. υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές από τον Βιτρούβιο και… …   Dictionary of Greek

  • Βαλεντινιανός — (Valentinian). Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ (Σλαβονία 321 – 375 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (364 375). Γιος ασήμαντου αξιωματικού, έγινε αυτοκράτορας κατ’ απαίτηση του στρατού. Ο αδελφός του Βαλέντιος έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος Β’ — (Tewodros II, 1818 – Μάγδαλα 1868). Βασιλιάς της Αιθιοπίας (1855 68). Γόνος ταπεινής οικογένειας, ο Λιγκ Kάσα (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) απέκτησε γρήγορα τη φήμη γενναίου πολεμιστή. Mετά τον θάνατο του θείου του, κυβερνήτη των επαρχιών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”